«’Αγγελέ μου, μη βασανίζεσαι άλλο και μη νιώθεις ανισορροπία… Σε καταλαβαίνω , αλλά δεν έχω κάποια απάντηση για τους προβληματισμούς σου, ούτε κατέχω την απόλυτη αλήθεια για να στην πω. Αλλά είμαι σίγουρη πως, αν μείνουμε σταθεροί κι εμείς στην αναζήτησή μας με πίστη στην ίδια μας την καρδιά… Αν δεν εγκαταλείψουμε και κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, τότε θα τα καταφέρουμε!»
Αμόρια, Angel Eyes: Βιβλίο ΙΙ Το Μονοπάτι, σελ 447
Η κεντρική ηρωίδα της σειράς μυθιστορημάτων Angel Eyes ονομάζεται Αμόρια του Αλέριο, αφού μεγαλώνει στο ομώνυμο χωριό. Το μικρό της όνομα της το δίνει ο Φύλακας-άγγελός της τη βραδιά της γέννησής της. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος «της δίνω το όνομα της Αθανασίας», έτσι και είναι. Το όνομα του κοριτσιού προκύπτει από τον συνδυασμό του στερητικού «α» και τη λατινική λέξη «Mors» που σημαίνει «Θάνατος», δηλαδή «αθάνατη». Αξίζει να σημειωθεί ότι «Amor» επίσης είναι και ο Έρωτας.
Η Αμόρια ανήκει στο είδος των ανθρώπων, αλλά με μια επιπλέον ξεχωριστή ιδιότητα. Είναι «Κόρη», δηλαδή γυναίκα-μάγισσα με το σημάδι του ματιού στο σώμα της. Βλέπει αλλά και επισκέπτεται το αστρικό πεδίο με την ουσία της, αλλά επίσης όπως ακριβώς και οι άλλες γυναίκες της φαμίλιας της, ακολουθείται από έναν Φύλακα-άγγελο, το Μίχο.
Το κορίτσι περιγράφεται να μεγαλώνει καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας, αλλά τα μυθιστορήματα επικεντρώνονται κυρίως στην ηλικία των 17 έως και 20 ετών. Η Αμόρια γεννιέται στις 21 Ιανουαριόυ (Υδροχόος). Σαν άτομο περιγράφεται όμορφη, πιο αθλητική παρά εύθραυστη καθώς περνάει ο καιρός με χαρακτηριστικά μελαγχολικά μάτια στο χρώμα του φουντουκιού και μακριά σπαστά δαμασκυνί μαλλιά.
Το σήμα κατατεθέν της είναι βέβαια το σημάδι του ματιού λίγο πιο κάτω από το λακάκι του λαιμού της, που μοιάζει με δερματόστικτο.
Στο 2ο βιβλίο, Το Μονοπάτι» η κοπέλα αποκτάει το βασικό της όπλο, μια μεγάλη λευκή ράβδο που ονομάζεται «Innocens Virga». Είναι φτιαγμένη από το ξύλο του δέντρου Flos Alba της αστρικής πόλης Raquaea.
Η βασική δύναμη της Αμόρια είναι η λεγόμενη «αποδόμηση». Αυτή είναι μια διαδικασία κατά την οποία η νεαρή επενεργεί με αγάπη και συμπόνια πάνω στα τραγικά αρχέτυπα του αστρικού πεδίου και τα μετατρέπει σε αστρική σκόνη λυτρώνοντάς τα. Σαν μαθητευόμενη του Φύλακα-δαίμονά της Σεντ, η Αμόρια εκπαιδεύεται στη μαγεία εν γένει. Χειρίζεται τα τέσσερα στοιχεία, ανεβάζει ασπίδες, αλλά και τελεί ξόρκια. Επίσης στο 2ο βιβλίο σε μια στιγμή απόγνωσης καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αστρικό διπλό, δηλαδή ένα αντίγραφό της που ξεγελάει αποτελεσματικά τον εχθρό της ομάδας της, αλλά δεν έχει ιδέα για το πώς το έκανε. Ενώ στο 3ο βιβλίο Προορισμός η ίδια παράγει απ’ την ουσία της μια ιώδη δυνατή λάμψη, η οποία είναι αγνώστου προελεύσεων και μπορεί να απωθεί το «Υγρό Κενό». Στο φυσικό πεδίο απ’ ότι φαίνεται είναι ικανή να γίνει θεραπεύτρια σαν τη γιαγιά της τη Μάρα.
Σαν ιδιοσυγκρασία η Αμόρια μοιάζει πολλές φορές εγωίστρια και μπερδεμένη, αφού δεν μπορεί να αποφασίσει που στ’ αλήθεια ανήκει η καρδιά της. Αλλά στην ουσία βασανίζεται ακριβώς επειδή δεν θα εγκατέλειπε κανέναν στην πορεία των πραγμάτων. Αγαπάει το ανθρώπινο ταίρι της το Ρομάν αληθινά, πασχίζει να δει το Φύλακα-δαίμονά της Σεντ ελεύθερο από τα δογματικά δεσμά του, αλλά πάνω απ’ όλα είναι απόλυτα ερωτευμένη με το Φύλακα-άγγελό της το Μίχο, που για εκείνη είναι ο ίδιος ο θεός της. Θα έκανε τα πάντα για εκείνον. Θα γινόταν οποιαδήποτε. Ο ασιμόμαλλος άγγελος είναι η μεγαλύτερη δύναμη, αλλά και αδυναμία της.
Η καλόκαρδη κοπέλα φτάνει να μοιάζει έως και ανόητη σε κάποιες περιπτώσεις, αφού βάζει τους γύρω της παραπάνω από τον εαυτό της, ακόμα και εις βάρος της ίδιας. Είναι αλτρουίστρια, την απωθούν οι διακρίσεις και ο ρατσισμός και παλεύει να βρει τη χρυσή τομή. Την ισορροπία. Την αρμονία ανάμεσα στο Φως και το Σκοτάδι. Δεν εγκαταλείπει εύκολα τους στόχους της. Και το μεγάλο της όνειρο είναι να δει όλους τους αγαπημένους της να χαμογελούν από τα βάθη της καρδιάς τους.