Η κεντρική ηρωίδα του Angel Eyes, η Αμόρια γεννιέται στο ορεινό χωριό Ριστίκ που είναι χτισμένο ψηλά στην οροσειρά Χαβασόκ. Η φοβισμένη μητέρα της την απορρίπτει ως ΄διαβόλου γέννα’ λόγω του σημαδιού που φέρει στο σώμα της. Και έτσι η προστατευτική γιαγιά της, Μάρα την παίρνει μακριά για να αποφύγει τα χειρότερα. Κατεβαίνει από τα χιονισμένα και άγρια βουνά προς το νότο. Προς τη δική της γεννέτειρα, το χωριό Αλέριο, όπου κάποτε έζησε μαζί με τη δική της γιαγιά, τη Μπάμπα και τη δίδυμη αδελφή της, τη Λέτι.
Στο δρόμο προς το Αλέριο περνά τη νύχτα μέσα στη λεγόμενη Αρκουδοσπηλιά την οποία γνωρίζει πάρα πολύ καλά. Κάποτε εκεί κατέφευγαν οι απόκληρες μάνες για να σωθούν από τη σκληρότητα του κόσμου και για να αποφασίσουν πως θα πορευθούν. Η Μάρα σαν φοβερή αρκούδα-μάνα, που μόνο της μέλημα είναι η προστασία του νεογέννητου αποφασίζει πέραν κάθε αμφιβολίας πλέον ότι το σωστό μέρος για να θρέψει την Αμόρια είναι το Αλέριο. Στην Αρκουδοσπηλιά εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία και ο Φύλακας-Αγγελος της μικρής. Η Μάρα τον βλέπει μέσα στο διαυγές ονείρεμά της. Και τον ακούει να ονομάζει το παιδί.
Το ίδιο το χωριό Αλέριο είναι πολύ πιο όμορφο και φιλόξενο από το ακατέργαστο Ριστίκ. Έχει θέα στη μεγάλη λίμνη Τιμόκ, που η Μάρα λατρεύει. Και η πλατεία του κοσμείται από ένα τεράστιο δέντρο με κουφάλα όπου ακόμα παίζουν τα χωριατόπαιδα. Νερά που κατεβαίνουν από τα βουνά Χαβασόκ, τρέχουν από τις πέτρινες βρύσες του, ποτίζουν τα εύφορα χωράφια και μέσα από τις απότομες ρεματιές περνούν και χύνονται μέσα στη λίμνη.
Τόσο η Μάρα, όσο και η μικρή Αμόρια ακολουθούν συχνά το δρόμο για τη λίμνη. Το δρόμο δίπλα στο ποτάμι. Ανάμεσα σε βράχια με μούσλια και βρύα που γλυστρούν επικίνδυνα, αλλά εκείνες ξέρουν καλά τα μονοπάτια. Η Μάρα στη λίμνη κάνει συνήθως τις μαγικές της εργασίες, όπως της της δίδαξε η δική της γιαγιά, καλώντας εκεί τις Θεές της, τις Παναγιές της και η Αμόρια βλέπει και μαθαίνει.
Τα δάση της περιοχής γύρω από το χωριό, αν και πολύ ηπιότερα από εκείνα που ντύνουν τα βορειότερα τοπία, είναι αρκετά πυκνά. Και κάποια σημεία δεν αφήνουν καν τον ήλιο να διειδύσει μέσα τους και να φωτίσει το έδαφος. Μα η Αμόρια βρίσκει ένα αγαπημένο ξέφωτο και στα δέκα της περίπου χρόνια θα εξαναγκάσει τον κρυμμένο της άγγελο να εμφανιστεί σε εκείνη. Εκεί, σ’ αυτόν τον αγαπημένο τόπο θα ακούσει το πρώτο του ‘Αντίο’ και μέσα στην απόγνωση θα του δώσει το πρώτο και εντελώς αθώο ακόμα φιλί. Μετά από αυτό η Αμόρια θα φύγει για τη μεσαιωνική πόλη-κάστρο Μπρίνν, στην οποία υπάγονται όλα τα χωριά της λίμνης.
Το χωριό Αλέριο, η λίμνη Τιμόκ και τα χωριά της, το ξέφωτο του Μίχο και της Αμόρια επανέρχονται στην ιστορία πολύ αργότερα κατά το γάμο εκείνης, τη γέννηση της κόρης της, αλλά στην τελική μάχη μεταξύ του Αγγέλου και του Δαίμονα.
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες: Το χωριό Αλέριο με τα νερά του, η πλατεία με το μεγάλο δέντρο, η θέα στη μεγάλη λίμνη είναι βασισμένα σε δυνατές μνήμες της παιδικής μου ηλικίας από το αιτωλοακαρνανικό χωριό Νερομάνα, γεννέτειρα του πατέρα μου, και τη λίμνη Τριχωνίδα που αγνάντευα από το πετρόκτιστο σπίτι του παππού μου.